Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαοφιλής η λαοφιλής το λαοφιλές
      γενική του λαοφιλούς* της λαοφιλούς του λαοφιλούς
    αιτιατική τον λαοφιλή τη λαοφιλή το λαοφιλές
     κλητική λαοφιλή(ς) λαοφιλής λαοφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαοφιλείς οι λαοφιλείς τα λαοφιλή
      γενική των λαοφιλών των λαοφιλών των λαοφιλών
    αιτιατική τους λαοφιλείς τις λαοφιλείς τα λαοφιλή
     κλητική λαοφιλείς λαοφιλείς λαοφιλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαοφιλής (μαρτυρείται από το 1863)[1] < λαο- (λαός) + -φιλής (φιλ(ώ) + -ής) κατά το δημοφιλής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.o.fiˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ο‐φι‐λής

  Επίθετο επεξεργασία

λαοφιλής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λαός και φίλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 593, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία