Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαομίσητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαομίσητ
ος
η
λαομίσητ
η
το
λαομίσητ
ο
γενική
του
λαομίσητ
ου
της
λαομίσητ
ης
του
λαομίσητ
ου
αιτιατική
τον
λαομίσητ
ο
τη
λαομίσητ
η
το
λαομίσητ
ο
κλητική
λαομίσητ
ε
λαομίσητ
η
λαομίσητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαομίσητ
οι
οι
λαομίσητ
ες
τα
λαομίσητ
α
γενική
των
λαομίσητ
ων
των
λαομίσητ
ων
των
λαομίσητ
ων
αιτιατική
τους
λαομίσητ
ους
τις
λαομίσητ
ες
τα
λαομίσητ
α
κλητική
λαομίσητ
οι
λαομίσητ
ες
λαομίσητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαομίσητος
<
λαός
+
μισητός
Επίθετο
επεξεργασία
λαομίσητος, -η, -ο
που τον
μισεί
ο
λαός
η
λαομίσητη
δικτατορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαομίσητος