↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαπητός η αγαπητή το αγαπητό
      γενική του αγαπητού της αγαπητής του αγαπητού
    αιτιατική τον αγαπητό την αγαπητή το αγαπητό
     κλητική αγαπητέ αγαπητή αγαπητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαπητοί οι αγαπητές τα αγαπητά
      γενική των αγαπητών των αγαπητών των αγαπητών
    αιτιατική τους αγαπητούς τις αγαπητές τα αγαπητά
     κλητική αγαπητοί αγαπητές αγαπητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγαπητός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πη‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαπητός, -ή, -ό

  1. που τον αγαπούν οι άλλοι, που τον συμπαθούν
    είναι άνθρωπος γενικά πολύ αγαπητός
  2. χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση
    αγαπητοί μου συνεργάτες
  3. (θρησκεία) εκλεκτός, προσφιλής
    ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα (Ματθ. γ΄, 17)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαπητόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)