αγαπητός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγαπητός < ελληνιστική κοινή ἀγαπητός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγαπητός, -ή, -ό
- που τον αγαπούν οι άλλοι, που τον συμπαθούν
- είναι άνθρωπος γενικά πολύ αγαπητός
- χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση
- αγαπητοί μου συνεργάτες
- (θρησκεία) εκλεκτός, προσφιλής
- ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα (Ματθ. γ΄, 17)