Δείτε επίσης: ἀγαπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαπῶ[1] συνηρημένου τύπου του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε και αγαπάω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πώ

αγαπώ

  • άλλη μορφή του αγαπάω
    ⮡  αγαπά το καλό κρασί
    ⮡  αγαπώ να κάνω περιπάτους στην ακροθαλασσιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαπώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)