Δείτε επίσης: ἀγαπῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαπῶ[1] συνηρημένου τύπου του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε και αγαπάω.

αγαπώ

  • άλλη μορφή του αγαπάω
      αγαπά το καλό κρασί
      αγαπώ να κάνω περιπάτους στην ακροθαλασσιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαπώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)