ἀγαπάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγαπάω : ή από το ἀγάπη ή αντιστρόφως η ἀγάπη από το ἀγαπάω < ρίζα ἀγα- (πιθανόν συγγενής με το ἄγαν) + ρίζα πα- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀγαπάω-ῶ | ἀγαπώμαι |
Παρατατικός | ἠγάπων | ἠγαπώμην |
Μέλλοντας | ἀγαπήσω | ἀγαπήσομαι - ἀγαπηθήσομαι |
Αόριστος | ἠγάπησα | ἠγαπησάμην - ἠγαπήθην |
Παρακείμενος | ἠγάπηκα | ἠγάπημαι |
Υπερσυντέλικος | ἠγαπήκειν | ἠγαπήμην |
Συντελ.Μέλλ. | ἠγαπηκώς ἒσομαι |
ἀγαπάω - ἀγαπῶ (συνηρημένο) (α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής και υποτακτικής ενεργητικού ενεστώτα)
- αγαπώ, μεταχειρίζομαι με στοργή
- με δοτική αντικειμένου: αρκούμαι σε αυτό
- με κατηγορηματική μετοχή: αρέσκομαι να, με ευχαριστεί να
- με απαρέμφατο : συνηθίζω να...