Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
ἠγαπησάμην
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου αορίστου του ρήματος ἀγαπάω και σε συνηρημένο τύπο ἀγαπῶ
→ δείτε τη λέξη  ἀγαπάω