Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαπάζω < ποιητικός τύπος του ἀγαπάω

ἀγαπάζω

  1. μεταχειρίζομαι κάποιον φιλόφρονα
  2. υποδέχομαι κάποιον με αγάπη