Ετυμολογία

επεξεργασία
αρκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αρκώ

αρκούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. μου είναι αρκετό, μου φτάνει
  2. περιορίζομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία