ἐράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἐράω < ἔραμαι
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐράω-ῶ | ἐρῶμαι |
Παρατατικός | ἤρων | |
Μέλλοντας | ἐρασθήσομαι (με ενεργ.σημασία) | |
Αόριστος | ἠράσθην (με ενεργ. σημασία) | |
Παρακείμενος | ἤρασμαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
επεξεργασίαἐράω - ἐρῶ, ιωνικός τύπος ἐρέω
- είμαι ερωτευμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Λύσις, 204b
- Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος.
- Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας.
- Μετάφραση (1981): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. @greek‑language.gr
- Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Λύσις, 204b
- επιθυμώ σφόδρα, ποθώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 208e
- τοῦ γὰρ ἀθανάτου ἐρῶσιν.
- γιατί κατέχονται από έρωτα αθανασίας.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- τοῦ γὰρ ἀθανάτου ἐρῶσιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 996
- σῶσόν νυν αὐτὸν μηδ᾽ ἔρα τῶν πλησίον.
- Φύλαγέ το και μην ορέγεσαι τα ξένα.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- → δείτε παράθεμα στο ἔραμαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 208e
- κάνω εμετό, αδειάζω (δείτε πιο κάτω και στα ομώνυμα)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἔραμαι (ποιητικό)
- ιωνικός τύπος : ἐρέω
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀνδρεράστρια
- ἀνεραστία
- ἀνέραστος
- ἀντέρως
- δύσερως
- ἐραστός
- ἐξέραμα
- ἐξέρασις
- ἐπαξιέραστος
- ἐπέραστος
- ἐρασίπτερος
- ἔρασις
- ἐρασιχρήματος
- ἐράσμιος
- ἐραστής
- ἐραστικός
- ἐραστός
- ἐράστρια
- ἐραστριάω
- ἐρατεινός
- ἐρατός
- ἐρατόστομος
- ἐρατόχροος
- Ἐρατώ
- ἐρατώνυμος
- ἐρατῶπις
- ἔρως
- θρήνερως
- οἰνεραστής
- παιδεραστέω
- παιδεραστής
- παιδεραστία
- παιδεραστικός
- πολυέραστος
- φιλεραστέω
- φιλεραστής
- φιλεραστία
- φίλερως
- κακέρως
- μισέρως
- πολυέρως
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ἐράω: κάνω εμετό, βγάζω διάφορες εκκρίσεις, κενώ < ίσως από την λέξη ἔρα (γη) Πάντοτε σύνθετο (ἐξερῶ, κατερῶ, συνερῶ)
- αἰρέω, -ῶ και αἴρω
Πηγές
επεξεργασία- ἐράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.