→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρασιχρήματος τὸ ἐρασιχρήματον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρασιχρημάτου τοῦ ἐρασιχρημάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρασιχρημάτ τῷ ἐρασιχρημάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρασιχρήματον τὸ ἐρασιχρήματον
     κλητική ! ἐρασιχρήματε ἐρασιχρήματον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρασιχρήματοι τὰ ἐρασιχρήματ
      γενική τῶν ἐρασιχρημάτων τῶν ἐρασιχρημάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρασιχρημάτοις τοῖς ἐρασιχρημάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρασιχρημάτους τὰ ἐρασιχρήματ
     κλητική ! ἐρασιχρήματοι ἐρασιχρήματ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρασιχρημάτω τὼ ἐρασιχρημάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρασιχρημάτοιν τοῖν ἐρασιχρημάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρασιχρήματος < ἐρασι- + -χρήματος. Αναλύεται σε ἐράω + χρῆμα

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρασιχρήματος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἐρασιχρήματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.