ἐραστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐραστής | οἱ | ἐρασταί |
γενική | τοῦ | ἐραστοῦ | τῶν | ἐραστῶν |
δοτική | τῷ | ἐραστῇ | τοῖς | ἐρασταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἐραστήν | τοὺς | ἐραστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐραστᾰ́ | ἐρασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐραστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐραστής, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < ἔραμαι, θέμα ἐρασ- + -τής, άγνωστης ετυμολογίας [1] → δείτε και τις λέξεις ἔρως και ἐράω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐραστής αρσενικό
- που αγαπά κάποιον ή κάτι πάρα πολύ, που αισθάνεται πόθο γι' αυτό
- ※ τυραννίς χρῆμα σφαλερόν, πολλοὶ δὲ αὐτῆς ἐρασταί εἰσι (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 3 (Θάλεια).53.81)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἐρασ-
ἐρασ-
με ἐρασ-
- ἀξιέραστος
- ἀνδρεράστια
- ἀνδρεράστρια
- ἀνεραστία
- ἀνέραστος
- ἀντεραστής
- δημεραστέω
- δημεραστής
- ἐπαξιέραστος
- ἐπέραστος
- ἐρασίμολπος
- ἐρασιπλόκαμος
- ἐρασίπτερος
- ἔρασις
- ἐρασιχρήματος
- ἐράσμιος
- ἐράσσατο
- ἐραστεύω
- ἐραστικός
- ἐραστός
- ἐράστρια
- ἐραστριάω
- οἰνεραστής
- παιδεραστεύω
- παιδεραστέω
- παιδεραστής
- παιδεραστία
- παιδεραστικός
- παιδεράστρια
- πολυέραστος
- συνεραστής
για το θέμα ἐρωτ- → δείτε τη λέξη ἔρως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐραστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐραστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.