↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαλερός η σφαλερή το σφαλερό
      γενική του σφαλερού της σφαλερής του σφαλερού
    αιτιατική τον σφαλερό τη σφαλερή το σφαλερό
     κλητική σφαλερέ σφαλερή σφαλερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαλεροί οι σφαλερές τα σφαλερά
      γενική των σφαλερών των σφαλερών των σφαλερών
    αιτιατική τους σφαλερούς τις σφαλερές τα σφαλερά
     κλητική σφαλεροί σφαλερές σφαλερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαλερός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σφαλερός, ή, ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαλερός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σφαλερός

  1. που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός, επικίνδυνος
    ※  τυραννίς χρῆμα σφαλερόν, πολλοὶ δὲ αὐτῆς ἐρασταί εἰσι (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 3 (Θάλεια).53.81)
  2. κάποιος που είναι έτοιμος να πέσει, ο ασταθής