Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθεμένος η λαθεμένη το λαθεμένο
      γενική του λαθεμένου της λαθεμένης του λαθεμένου
    αιτιατική τον λαθεμένο τη λαθεμένη το λαθεμένο
     κλητική λαθεμένε λαθεμένη λαθεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθεμένοι οι λαθεμένες τα λαθεμένα
      γενική των λαθεμένων των λαθεμένων των λαθεμένων
    αιτιατική τους λαθεμένους τις λαθεμένες τα λαθεμένα
     κλητική λαθεμένοι λαθεμένες λαθεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαθεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαθεύω < μεσαιωνικό λαθεύγω < λάθος + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.θeˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

λαθεμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία