χρῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | χρήμᾰτος | τῶν | χρημᾰ́των |
δοτική | τῷ | χρήμᾰτῐ | τοῖς | χρήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | χρῆμᾰ | χρήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχρῆμα < ρήμα χρή + -μα[1] → δείτε και τη λέξη χρεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρῆμα, -ατος ουδέτερο
- κάθε τι που είναι σημαντικά χρήσιμο, τα χρειαζούμενα
- ⮡ τί χρῆμα; (για ποιο λόγο; σε τι χρησιμεύει αυτό; προς τι;)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 97.5
- ἐπαναχωρήσαντες φρούριον ἐπὶ τῷ Λαβδάλῳ ᾠκοδόμησαν, ἐπ᾽ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς τῶν Ἐπιπολῶν, ὁρῶν πρὸς τὰ Μέγαρα, ὅπως εἴη αὐτοῖς, ὁπότε προΐοιεν ἢ μαχούμενοι ἢ τειχιοῦντες, τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη.
- αποσύρθηκαν κι έκτισαν ένα φρούριο στο Λάβδαλον (στην άκρη του γκρεμού των Επιπολών) που έβλεπε προς τα Μέγαρα, ώστε να το χρησιμοποιούν για ν᾽ αποθέτουν το υλικό τους και τον ανεφοδιασμό τους κάθε φορά που θ᾽ απομακρύνονταν είτε για να δώσουν μάχη είτε για να χτίσουν τείχος.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐπαναχωρήσαντες φρούριον ἐπὶ τῷ Λαβδάλῳ ᾠκοδόμησαν, ἐπ᾽ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς τῶν Ἐπιπολῶν, ὁρῶν πρὸς τὰ Μέγαρα, ὅπως εἴη αὐτοῖς, ὁπότε προΐοιεν ἢ μαχούμενοι ἢ τειχιοῦντες, τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη.
- η περιουσία, τα υλικά αγαθά
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 320
- χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά· θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
- Τα πλούτη δεν πρέπει να τ᾽ αρπάζεις: αυτά που σου δίνει ο θεός πολύ καλύτερα είναι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά· θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
- ※ 7ος πκε αιώνας Σόλων, Απόσπασμα 15 West
- πολλοὶ γὰρ πλουτέουσι κακοί, ἀγαθοὶ δὲ πένονται·
ἀλλ᾽ ἡμεῖς τούτοις οὐ διαμειψόμεθα
τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον, ἐπεὶ τὸ μὲν ἔμπεδον αἰεί,
χρήματα δ᾽ ἀνθρώπων ἄλλοτε ἄλλος ἔχει.- Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
αλλά εμείς δεν την αλλάζουμε
την αρετή με πλούτο. Η αρετή αιώνια ζει,
τα πλούτη όμως ξεγλιστρούν και αλλάζουν χέρια ολοένα. - Μετάφραση: Κ. Τοπούζης @greek-language.gr
- Πλουτίζουν τιποτένιοι και στερούνται οι διαλεχτοί,
- πολλοὶ γὰρ πλουτέουσι κακοί, ἀγαθοὶ δὲ πένονται·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 320
- αντίτιμο, αντάλλαγμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 38.3
- Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνῄσκοντας κατασιτέεσθαι·
- ο Δαρείος, όταν ήταν βασιλιάς, κάλεσε τους Έλληνες που είχε γύρω του και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να φάνε τους πατέρες τους όταν πέθαιναν·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνῄσκοντας κατασιτέεσθαι·
- ⮡ τὰ ἱερὰ χρήματα τῆς Ἀθηναίης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 38.3
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη χρήματα τα αγαθά, τα έπιπλα, η ακίνητη περιουσία και τα νομίσματα, ο θησαυρός που έχει συγκεντρωθεί σε έναν ναό
- το πράμα, συχνά για να εκφραστεί θαυμασμός, έκπληξη κλπ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 1 @scaife.perseus
- Πολλάκις μὲν ἔμοιγε θεῖόν τι καὶ δαιμόνιον ὄντως χρῆμα ὦ Ἀλέξανδρε ἡ φιλοσοφία ἔδοξεν εἶναι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 1 @scaife.perseus
- κάθε τι σε μεγάλο αριθμό, το πλήθος, ο σωρός, αλλά και το ασυνήθιστο σε όγκο, το παράδοξο, συνήθως με το "όσον"
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1219 (1218-1220)
- οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα. | ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο· | ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
- Βρε, βρε! Με πόσα καλούδια είναι φίσκα! | Πόσα κομμάτια απ᾽ την πίτα κράτησε για πάρτη του! | Και για μένα έκοψε ένα τοσοδούλι και μου το ᾽δωσε.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα. | ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο· | ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 894 (893-894)
- ἀρνεῖσθον; ἔνδον ἐστίν, ὦ μιαρωτάτω, | πολὺ χρῆμα τεμαχῶν καὶ κρεῶν ὠπτημένων.
- Αρνιόσαστε λοιπόν; | Νά, μέσα έχετε μπόλικα, ω βρομιάρηδες, παστόψαρα και κρέας καλοψημένο!
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἀρνεῖσθον; ἔνδον ἐστίν, ὦ μιαρωτάτω, | πολὺ χρῆμα τεμαχῶν καὶ κρεῶν ὠπτημένων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1219 (1218-1220)
- το συμβάν, το γεγονός
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται μεταφορά εκφράσεων στις σελίδες τους)
- χρημάτων πάντων : πάση θυσία, με κάθε τρόπο, ό,τι κι αν στοιχίσει
- ἀντὶ πάντων χρημάτων: και τι δεν θα' δινα για να μπορούσα ..., θα τα έδινα όλα για να... , θα έκανα τα πάντα για να μπορούσα...
- πᾶν χρῆμα ἐκίνεε: δεν άφησε πέτρα που να μην αναποδογυρίσει, κίνησε γη και ουρανό, έκανε τα πάντα, και τι δεν έκανε για να...
- ἐς ἀφανὲς χρήμα: προς άγνωστο σκοπό, στο άγνωστο, με αβεβαιότητα
- τί χρῆμα; ποίο το όφελος, ποιος είναι ο σκοπός; προς τι; πού το πάς; και τί χρῆμα δρᾷς; γιατί το έκανες;
- τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; : τι τρέχει; τι θέμα έχουμε έχουμε εδώ;
- μάλιστα χρημάτων: περισσότερο από όλα, πάνω από όλα
- πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος : απόφθεγμα με διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το αν κάποιος το δει από τη μεριά του Πρωταγόρα ή από του Πλάτωνα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χρῆμα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- χρῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.