συμβάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβάν < αρχαία ελληνική ουδέτερο της μετοχής συμβάς, συμβᾶσα, συμβάν του αορίστου συνέβην του ρήματος συμβαίνω
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβάν ουδέτερο
συμβάν ουδέτερο