Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

incident < μέση γαλλική incident < λατινική incidens < μετοχή του incido < in- + -cido < cado

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

incident (en)

  1. το περιστατικό

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

incident (en)

  1. που προκύπτει ως αποτέλεσμα, συναφής
  2. (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
incident incidents

incident (fr) αρσενικό