incident
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
incident (en) (χωρίς παραθετικά)
- που προκύπτει ως αποτέλεσμα, συναφής
- (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incident | incidents |
incident (en)
- (μετρήσιμο) το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει, ειδικά κάτι ασυνήθιστο ή δυσάρεστο
- ↪ a deplorable incident - ένα θλιβερό περιστατικό
- ↪ bombing incidents - βομβιστικά περιστατικά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
Πηγές επεξεργασία
- incident - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστατικό
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incident | incidents |
incident (fr) αρσενικό
- το περιστατικό