incident
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
incident (en)
- το περιστατικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
incident (en)
- που προκύπτει ως αποτέλεσμα, συναφής
- (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incident | incidents |
incident (fr) αρσενικό
- το περιστατικό