ενικός         πληθυντικός  
occurrence occurrences

  Ετυμολογία

επεξεργασία
occurrence < occur + -ence

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

occurrence (en) (επίσημο)

  1. (μετρήσιμο) το περιστατικό, το συμβάν, το γεγονός, η υπόθεση
    a rare occurrence - ένα σπάνιο περιστατικό/συμβάν
    a strange occurrence happened yesterday - ένα περίεργο γεγονός συνέβη χτες
    It is a clear occurrence of cheating.
    Είναι καθαρή υπόθεση απάτης.
     συνώνυμα:  affair, event, happening και incident
  2. (μη μετρήσιμο) η εμφάνιση
    the occurrence of difficulties - η εμφάνιση δυσκολιών



      ενικός         πληθυντικός  
occurrence occurrences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

occurrence (fr) θηλυκό