occurrence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
occurrence | occurrences |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (μετρήσιμο) το περιστατικό, το συμβάν, το γεγονός, η υπόθεση
- (μη μετρήσιμο) η εμφάνιση
- ⮡ the occurrence of difficulties - η εμφάνιση δυσκολιών
Πηγές
επεξεργασία- occurrence - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 182, 690, 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: γεγονός, περιστατικό, συμβάν
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
occurrence | occurrences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoccurrence (fr) θηλυκό