happening
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
happening | happenings |
happening (en)
- το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει
- ⮡ all the happenings of that evening - όλα τα περιστατικά αυτής της βραδιάς
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
- το χάπενινγκ
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
happening (en)
Πηγές
επεξεργασία
- happening - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστατικό