Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
happening happenings

happening (en)

  1. το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει
      all the happenings of that evening - όλα τα περιστατικά αυτής της βραδιάς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη occurrence
  2. το χάπενινγκ

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
happening happenings

happening (fr) αρσενικό