ενικός         πληθυντικός  
affair affairs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

affair (en)

  1. (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος ή πολιτικής σημασίας
    ⮡  foreign affairs - εξωτερικές υποθέσεις
  2. (μετρήσιμο) η υπόθεση, ένα γεγονός
    ⮡  Her party was not a big affair.
    Δεν ήταν και σπουδαία υπόθεση το πάρτι της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
  3. (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, θέματα που σχετίζονται με την ιδιωτική επιχείρηση και την οικονομική κατάσταση ενός ατόμου
    ⮡  Don’t meddle in my affairs.
    Mην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου.
  4. (μόνο στον ενικό) η υπόθεση, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνος κάποιος (και για το οποίο δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρονται άλλοι άνθρωποι)
    ⮡  That is your affair, not mine.
    Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
     συνώνυμα:  business, job, matter και proposition
  5. ο δεσμός, η ερωτική σχέση
    ⮡  He has had a love affair with her for two years.
    Έχει ερωτικό δεσμό μαζί της δυο χρόνια.

Δείτε επίσης

επεξεργασία