affair
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
affair | affairs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaffair (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος ή πολιτικής σημασίας
- ⮡ foreign affairs - εξωτερικές υποθέσεις
- (μετρήσιμο) η υπόθεση, ένα γεγονός
- ⮡ Her party was not a big affair.
- Δεν ήταν και σπουδαία υπόθεση το πάρτι της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
- ⮡ Her party was not a big affair.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, θέματα που σχετίζονται με την ιδιωτική επιχείρηση και την οικονομική κατάσταση ενός ατόμου
- ⮡ Don’t meddle in my affairs.
- Mην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου.
- ⮡ Don’t meddle in my affairs.
- (μόνο στον ενικό) η υπόθεση, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνος κάποιος (και για το οποίο δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρονται άλλοι άνθρωποι)
- ⮡ That is your affair, not mine.
- Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
- ≈ συνώνυμα: business, job, matter και proposition
- ⮡ That is your affair, not mine.
- ο δεσμός, η ερωτική σχέση
- ⮡ He has had a love affair with her for two years.
- Έχει ερωτικό δεσμό μαζί της δυο χρόνια.
- ⮡ He has had a love affair with her for two years.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- affair - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμός