Δείτε επίσης: Job
      ενικός         πληθυντικός  
job jobs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

job (en)

  1. η δουλειά, το επάγγελμα, η εργασία για την οποία λαμβάνω τακτική πληρωμή
    ⮡  What is your job?
    Τι δουλειά κάνεις;
    ⮡  I have a steady job.
    Έχω τακτική δουλειά.
    ⮡  I am looking for a job.
    Ζητώ/ψάχνω για δουλειά.
    ⮡  I found a good job.
    Βρήκα καλή δουλειά.
    ⮡  Jobs are hard to get nowadays.
    Δεν βρίσκονται εύκολα οι δουλειές σήμερα.
    ⮡  I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
    Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
  2. (μάλλον ανεπίσημο) η δουλειά, η υπόθεση, μια ευθύνη ή καθήκον
    ⮡  It is the teacher’s job to teach you.
    Είναι δουλειά του δασκάλου να σε μάθει.
    ⮡  That is your job, not mine.
    Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη affair
  3. (πληροφορική) εργασία, ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
     συνώνυμα: task

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
job < (άμεσο δάνειο) αγγλική job

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡ʒɔb/
ομόηχο: Job

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

job (fr) αρσενικό