παιδεραστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδεραστικός < παιδεραστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαιδεραστικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παιδεραστία και τους παιδεραστές
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδεραστικός
|
παιδεραστικός, -ή, -ό
|