παιδεραστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παιδεραστής < αρχαία ελληνική παιδεραστής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɛ.ðɛ.ɾa.ˈstis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παιδεραστής αρσενικό (θηλυκό: παιδεράστρια)
- αυτός που επιδιώκει ασελγώς και βρίσκεται σε σεξουαλική επαφή με παιδιά
- εκείνος που έχει φαντασίωση για ερωτική συνεύρεση με παιδιά