σάτυρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σάτυρος | οι | σάτυροι |
γενική | του | σατύρου & σάτυρου |
των | σατύρων & σάτυρων |
αιτιατική | τον | σάτυρο | τους | σατύρους & σάτυρους |
κλητική | σάτυρε | σάτυροι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σάτυρος < αρχαία ελληνική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σάτυρος αρσενικό
- (μυθολογία) ακόλουθος του Διονύσου· απεικονίζεται συχνά με πόδια και ουρά τράγου, μυτερά αφτιά και σε στύση
- (μεταφορικά) άντρας που δεν ελέγχει τις ορμές του και προσβάλλει σεξουαλικά γυναίκα με χειρονομίες ή άλλες άσεμνες πράξεις