Δείτε επίσης: σατιρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατυρικός η σατυρική το σατυρικό
      γενική του σατυρικού της σατυρικής του σατυρικού
    αιτιατική τον σατυρικό τη σατυρική το σατυρικό
     κλητική σατυρικέ σατυρική σατυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατυρικοί οι σατυρικές τα σατυρικά
      γενική των σατυρικών των σατυρικών των σατυρικών
    αιτιατική τους σατυρικούς τις σατυρικές τα σατυρικά
     κλητική σατυρικοί σατυρικές σατυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σατυρικός < σάτυρος + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

σατυρικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με Σατύρους

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία