σατυρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σατυρίαση | οι | σατυριάσεις |
γενική | της | σατυρίασης* | των | σατυριάσεων |
αιτιατική | τη | σατυρίαση | τις | σατυριάσεις |
κλητική | σατυρίαση | σατυριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σατυριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σατυρίαση < αρχαία ελληνική σατυρίασις < σατυριάω < σάτυρος / Σάτυρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σατυρίαση θηλυκό
- (ψυχιατρική) σεξουαλική επιθυμία και δραστηριότητα ενός άνδρα σε υπερβολικό βαθμό και με ακόρεστη διάθεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σατυρίαση