Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παιδεραστία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παιδεραστί
α
οι
παιδεραστί
ες
γενική
της
παιδεραστί
ας
των
παιδεραστι
ών
αιτιατική
την
παιδεραστί
α
τις
παιδεραστί
ες
κλητική
παιδεραστί
α
παιδεραστί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παιδεραστία
<
αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παιδεραστία
θηλυκό
η σύναψη
σεξουαλικών
σχέσεων με
ανηλίκους
Συγγενικά
επεξεργασία
παιδεραστής
παιδεραστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παιδεραστία
αγγλικά
:
pederasty
(en)