Δείτε επίσης: εράσμιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐράσμιος < ἔραμαι

  Επίθετο επεξεργασία

ἐράσμιος, -ος/-η/-ία, -ον, υπερθετικός: ἐρασμιώτατος

  1. ευχάριστος, αξιαγάπητος, επιθυμητός, ποθητός
  2. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἐράσμιον)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία