ἔραμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἔραμαι < (ίσως) προελληνική [1]
Ρήμα
επεξεργασίαἔραμαι (ἔρᾰμαι)
- αγαπώ
- ⮡ ἔραμαι μέγα
- είμαι ερωτευμένος
- λαχταρώ, ποθώ
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 13, πρὸς Ἀνακτορίαν, στίχοι 1-4
- ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων, | οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν | ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ- | τω τις ἔραται·
- Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, | κάποιοι το ναυτικό ορίζουν | πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο | που καθένας ερωτεύεται.
- Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- O ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη | το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό· | εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο | αυτό που καθένας αγαπά.
- Μετάφραση: Δ. Ιακώβ, @greek-language.gr
- ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων, | οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν | ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ- | τω τις ἔραται·
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 13, πρὸς Ἀνακτορίαν, στίχοι 1-4
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἔραμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔραμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.