ἔρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἔρως | οἱ | ἔρωτες |
γενική | τοῦ | ἔρωτος | τῶν | ἐρώτων |
δοτική | τῷ | ἔρωτῐ | τοῖς | ἔρωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἔρωτᾰ | τοὺς | ἔρωτᾰς |
κλητική ὦ! | ἔρως | ἔρωτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔρωτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρώτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔρως < άγνωστης ετυμολογίας (συγγενές ἔραμαι / ἐράω → δείτε και τη λέξη ἐραστής). Ίσως προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔρως αρσενικό
- έρωτας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 440 (440-442)
- κἄπειτ᾽ ἔρωτος οὕνεκα ψυχὴν ὀλεῖς; | οὔ τἄρα λύει τοῖς ἐρῶσι τῶν πέλας, | ὅσοι τε μέλλουσ᾽, εἰ θανεῖν αὐτοὺς χρεών.
- Και ζητάς να πεθάνεις για έναν έρωτα; | Δεν είναι λύση ο θάνατος για κείνους | που αγαπάνε ή που μέλλει ν᾽ αγαπήσουν.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- κἄπειτ᾽ ἔρωτος οὕνεκα ψυχὴν ὀλεῖς; | οὔ τἄρα λύει τοῖς ἐρῶσι τῶν πέλας, | ὅσοι τε μέλλουσ᾽, εἰ θανεῖν αὐτοὺς χρεών.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 206e
- ἔστιν γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σὺ οἴει. Ἀλλὰ τί μήν; Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.
- Γιατί, Σωκράτη, ο έρωτας δεν ποθεί το ωραίο, όπως φαντάζεσαι». «Αλλά τί ποθεί λοιπόν;» «Τη γέννα και τον τοκετό μες στην ομορφιά».
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- ἔστιν γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σὺ οἴει. Ἀλλὰ τί μήν; Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1392a
- καὶ ὧν ἢ ἔρως ἢ ἐπιθυμία φύσει ἐστίν· οὐδεὶς γὰρ ἀδυνάτων ἐρᾷ οὐδὲ ἐπιθυμεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ.
- Δυνατά είναι επίσης αυτά προς τα οποία μας κινεί ένας φυσικός έρωτας και ένας φυσικός πόθος· γιατί κανένας δεν αισθάνεται έρωτα ή πόθο για τα αδύνατα πράγματα — αυτός, τουλάχιστο, είναι ο κανόνας.
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- καὶ ὧν ἢ ἔρως ἢ ἐπιθυμία φύσει ἐστίν· οὐδεὶς γὰρ ἀδυνάτων ἐρᾷ οὐδὲ ἐπιθυμεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ.
- → δείτε παραθέματα στο Ἔρως
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 440 (440-442)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἐρωτ-
ἐρωτ-
με ἐρωτ-, -ερως
για το θέμα ἐρασ- → δείτε τη λέξη ἐραστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἔρως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἔρως, ἔρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.