ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐρωτιδεύς οἱ ἐρωτιδεῖς
      γενική τοῦ ἐρωτιδέως τῶν ἐρωτιδέων
      δοτική τῷ ἐρωτιδεῖ τοῖς ἐρωτιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐρωτιδέ τοὺς ἐρωτιδέᾱς
     κλητική ! ἐρωτιδεῦ ἐρωτιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐρωτιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἐρωτιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐρωτιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)