εράσμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εράσμιος | η | εράσμια | το | εράσμιο |
γενική | του | εράσμιου | της | εράσμιας | του | εράσμιου |
αιτιατική | τον | εράσμιο | την | εράσμια | το | εράσμιο |
κλητική | εράσμιε | εράσμια | εράσμιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εράσμιοι | οι | εράσμιες | τα | εράσμια |
γενική | των | εράσμιων | των | εράσμιων | των | εράσμιων |
αιτιατική | τους | εράσμιους | τις | εράσμιες | τα | εράσμια |
κλητική | εράσμιοι | εράσμιες | εράσμια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εράσμιος < αρχαία ελληνική ἐράσμιος < ἔραμαι
Επίθετο
επεξεργασίαεράσμιος
- που μπορείς να τον αγαπήσεις, αξιαγάπητος, ευχάριστος, επιθυμητός