Ερασμία
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ερασμία | οι | Ερασμίες |
γενική | της | Ερασμίας | των | Ερασμιών |
αιτιατική | την | Ερασμία | τις | Ερασμίες |
κλητική | Ερασμία | Ερασμίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ερασμία < αρχαία ελληνική ἐράσμιος < ρήμα ἒραμαι (αγαπώ): θελκτική, αξιαγάπητη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɾaˈzmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρα‐σμί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕρασμία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ερασμία
|