ἐρασίμολπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρασίμολπος, -ος, -ον
- που αγαπά το τραγούδι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 14. Ἀσωπίχῳ Ὀρχομενίῳ σταδιεῖ, 16 (14.15-14.17)
- Θαλία τε | ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ᾽ εὐμενεῖ τύχᾳ | κοῦφα βιβῶντα·
- και συ, Θάλεια, | που λατρεύεις τα τραγούδια, δες καλόγνωμα την εγκωμιαστική συντροφιά | που ανάλαφρα προβαίνει, τώρα ήρθαν τώρα ευνοϊκά.
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- Θαλία τε | ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ᾽ εὐμενεῖ τύχᾳ | κοῦφα βιβῶντα·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 14. Ἀσωπίχῳ Ὀρχομενίῳ σταδιεῖ, 16 (14.15-14.17)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρασίμολπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.