→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρασίμολπος τὸ ἐρασίμολπον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρασιμόλπου τοῦ ἐρασιμόλπου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρασιμόλπ τῷ ἐρασιμόλπ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρασίμολπον τὸ ἐρασίμολπον
     κλητική ! ἐρασίμολπε ἐρασίμολπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρασίμολποι τὰ ἐρασίμολπ
      γενική τῶν ἐρασιμόλπων τῶν ἐρασιμόλπων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρασιμόλποις τοῖς ἐρασιμόλποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρασιμόλπους τὰ ἐρασίμολπ
     κλητική ! ἐρασίμολποι ἐρασίμολπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρασιμόλπω τὼ ἐρασιμόλπω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρασιμόλποιν τοῖν ἐρασιμόλποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρασίμολπος < ἐρασί- + -μολπος. Αναλύεται σε ἐράω + μολπή

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρασίμολπος, -ος, -ον

  • που αγαπά το τραγούδι
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 14. Ἀσωπίχῳ Ὀρχομενίῳ σταδιεῖ, 16 (14.15-14.17)
    Θαλία τε | ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ᾽ εὐμενεῖ τύχᾳ | κοῦφα βιβῶντα·
    και συ, Θάλεια, | που λατρεύεις τα τραγούδια, δες καλόγνωμα την εγκωμιαστική συντροφιά | που ανάλαφρα προβαίνει, τώρα ήρθαν τώρα ευνοϊκά.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἐρασίμολπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.