αγαπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαπάω < αγαπ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαπῶ συνηρημένος τύπος του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας)
- μου αρέσει πολύ < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aimer[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈpa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααγαπάω/αγαπώ, πρτ.: αγαπούσα/αγάπαγα, αόρ.: αγάπησα, παθ.φωνή: αγαπιέμαι, π.αόρ.: αγαπήθηκα, μτχ.π.π.: αγαπημένος
- έχω αισθήματα συμπάθειας ή φιλίας ή έρωτα
- την αγαπάει τρελά
- ※ Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- ≈ συνώνυμα: ερωτεύομαι, συμπαθώ
- μου αρέσει, αισθάνομαι κάποια έλξη προς
- ⮡ αγαπάει το καλό κρασί
- ⮡ αγαπώ να κάνω περιπάτους στην ακροθαλασσιά
- ≈ συνώνυμα: ακριβαγαπώ, μου αρέσει, γουστάρω, λατρεύω, νοστιμεύομαι, συμπαθώ, τρελαίνομαι για
- λέγεται επίσης για φυσικά αντικείμενα ή για ηθικές αξίες
- ⮡ αγαπάει τη χώρα του
- συνηθίζω, προτιμώ
- ο Λορέντζος Μαβίλης αγαπά ιδιαίτερα το σονέτο
- → και δείτε την παθητική φωνή αγαπιέμαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αγαπάτε αλλήλους
- άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
- αν αγαπάτε
- δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του
- όποιος αγαπά παιδεύει
- όπως αγαπάτε!
- ό,τι αγαπάτε
- ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς
- σ' αγαπάει η πεθερά σου
Παροιμίες
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγαπάω - αγαπώ | αγαπούσα - αγάπαγα | θα αγαπάω - αγαπώ | να αγαπάω - αγαπώ | αγαπώντας | |
β' ενικ. | αγαπάς | αγαπούσες - αγάπαγες | θα αγαπάς | να αγαπάς | αγάπα - αγάπαγε | |
γ' ενικ. | αγαπάει - αγαπά | αγαπούσε - αγάπαγε | θα αγαπάει - αγαπά | να αγαπάει - αγαπά | ||
α' πληθ. | αγαπάμε - αγαπούμε | αγαπούσαμε - αγαπάγαμε | θα αγαπάμε - αγαπούμε | να αγαπάμε - αγαπούμε | ||
β' πληθ. | αγαπάτε | αγαπούσατε - αγαπάγατε | θα αγαπάτε | να αγαπάτε | αγαπάτε | |
γ' πληθ. | αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | αγαπούσαν(ε) - αγάπαγαν - αγαπάγανε | θα αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | να αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγάπησα | θα αγαπήσω | να αγαπήσω | αγαπήσει | ||
β' ενικ. | αγάπησες | θα αγαπήσεις | να αγαπήσεις | αγάπα - αγάπησε | ||
γ' ενικ. | αγάπησε | θα αγαπήσει | να αγαπήσει | |||
α' πληθ. | αγαπήσαμε | θα αγαπήσουμε | να αγαπήσουμε | |||
β' πληθ. | αγαπήσατε | θα αγαπήσετε | να αγαπήσετε | αγαπήστε | ||
γ' πληθ. | αγάπησαν αγαπήσαν(ε) |
θα αγαπήσουν(ε) | να αγαπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγαπήσει | είχα αγαπήσει | θα έχω αγαπήσει | να έχω αγαπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγαπήσει | είχες αγαπήσει | θα έχεις αγαπήσει | να έχεις αγαπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγαπήσει | είχε αγαπήσει | θα έχει αγαπήσει | να έχει αγαπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγαπήσει | είχαμε αγαπήσει | θα έχουμε αγαπήσει | να έχουμε αγαπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγαπήσει | είχατε αγαπήσει | θα έχετε αγαπήσει | να έχετε αγαπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγαπήσει | είχαν αγαπήσει | θα έχουν αγαπήσει | να έχουν αγαπήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγαπιέμαι | αγαπιόμουν(α) | θα αγαπιέμαι | να αγαπιέμαι | ||
β' ενικ. | αγαπιέσαι | αγαπιόσουν(α) | θα αγαπιέσαι | να αγαπιέσαι | ||
γ' ενικ. | αγαπιέται | αγαπιόταν(ε) | θα αγαπιέται | να αγαπιέται | ||
α' πληθ. | αγαπιόμαστε | αγαπιόμαστε αγαπιόμασταν |
θα αγαπιόμαστε | να αγαπιόμαστε | ||
β' πληθ. | αγαπιέστε | αγαπιόσαστε αγαπιόσασταν |
θα αγαπιέστε | να αγαπιέστε | αγαπιέστε | |
γ' πληθ. | αγαπιούνται | αγαπιόνταν(ε) αγαπιούνταν αγαπιόντουσαν |
θα αγαπιούνται | να αγαπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγαπήθηκα | θα αγαπηθώ | να αγαπηθώ | αγαπηθεί | ||
β' ενικ. | αγαπήθηκες | θα αγαπηθείς | να αγαπηθείς | αγαπήσου | ||
γ' ενικ. | αγαπήθηκε | θα αγαπηθεί | να αγαπηθεί | |||
α' πληθ. | αγαπηθήκαμε | θα αγαπηθούμε | να αγαπηθούμε | |||
β' πληθ. | αγαπηθήκατε | θα αγαπηθείτε | να αγαπηθείτε | αγαπηθείτε | ||
γ' πληθ. | αγαπήθηκαν αγαπηθήκαν(ε) |
θα αγαπηθούν(ε) | να αγαπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγαπηθεί | είχα αγαπηθεί | θα έχω αγαπηθεί | να έχω αγαπηθεί | αγαπημένος | |
β' ενικ. | έχεις αγαπηθεί | είχες αγαπηθεί | θα έχεις αγαπηθεί | να έχεις αγαπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγαπηθεί | είχε αγαπηθεί | θα έχει αγαπηθεί | να έχει αγαπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγαπηθεί | είχαμε αγαπηθεί | θα έχουμε αγαπηθεί | να έχουμε αγαπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγαπηθεί | είχατε αγαπηθεί | θα έχετε αγαπηθεί | να έχετε αγαπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγαπηθεί | είχαν αγαπηθεί | θα έχουν αγαπηθεί | να έχουν αγαπηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγαπημένος - είμαστε, είστε, είναι αγαπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγαπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγαπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγαπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγαπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγαπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγαπημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαπάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαπάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας