Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ami amis

ami (fr) αρσενικό



ρήμα ami
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amas amanta amata
αόριστος amis aminta amita
μέλλοντας amos amonta amota
υποθετική amus - -
προστακτική amu - -

ami (eo)