↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαπησιάρικος η αγαπησιάρικη το αγαπησιάρικο
      γενική του αγαπησιάρικου της αγαπησιάρικης του αγαπησιάρικου
    αιτιατική τον αγαπησιάρικο την αγαπησιάρικη το αγαπησιάρικο
     κλητική αγαπησιάρικε αγαπησιάρικη αγαπησιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαπησιάρικοι οι αγαπησιάρικες τα αγαπησιάρικα
      γενική των αγαπησιάρικων των αγαπησιάρικων των αγαπησιάρικων
    αιτιατική τους αγαπησιάρικους τις αγαπησιάρικες τα αγαπησιάρικα
     κλητική αγαπησιάρικοι αγαπησιάρικες αγαπησιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπησιάρικος < αγαπησιάρ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈsça.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πη‐σιά‐ρι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαπησιάρικος

  • (προφορικό) που έχει σχέση με αγαπησιάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν, που προκαλεί αισθήματα αγάπης
    ※  Το μουσείο της Αθήνας, το αφιερωμένο στο εμβληματικό μνημείο της πόλης και της Ελλάδας, που κάποτε αμφισβητήθηκε για τον αλαζονικό όγκο και την τολμηρή αρχιτεκτονική του, μας έχει κατακτήσει. Οχι ως αφηρημένο τοπόσημο πολιτιστικής πολιτικής και εθνικού κομπασμού αλλά ως αγαπησιάρικος χώρος στη θαλπωρή του οποίου η αρχαιότητα γίνεται καθημερινή εμπειρία και η σχέση με τους Ελληνες της Ιστορίας μας ακούγεται σαν οικογενειακή αφήγηση.
    Λαμπρινή Κουζέλη, Το Μουσείο της αθηναϊκής εμπειρίας, Το Βήμα, 13 Αυγούστου 2014

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία