↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαπησιάρης η αγαπησιάρα το αγαπησιάρικο
      γενική του αγαπησιάρη της αγαπησιάρας του αγαπησιάρικου
    αιτιατική τον αγαπησιάρη την αγαπησιάρα το αγαπησιάρικο
     κλητική αγαπησιάρη αγαπησιάρα αγαπησιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαπησιάρηδες οι αγαπησιάρες τα αγαπησιάρικα
      γενική των αγαπησιάρηδων των αγαπησιάρικων
    αιτιατική τους αγαπησιάρηδες τις αγαπησιάρες τα αγαπησιάρικα
     κλητική αγαπησιάρηδες αγαπησιάρες αγαπησιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπησιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπησιάρης < ἀγάπησ(ις) + -ιάρης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈsça.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πη‐σιά‐ρης

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαπησιάρης, -α, -ικο

  1. ο επιρρεπής στον έρωτα, αισθηματίας, ερωτύλος, ερωτιάρης
    ※  Με ένα τσιγάρο συνέχεια στο χέρι και το στομάχι ανακατεμένο από τα ποτά ο Φαμπιό είναι άνδρας extra large. Εχει δε δύο χαρακτηριστικά που πάνε μαζί: είναι καλοφαγάς και αγαπησιάρης. Στα 50 του έχει ερωτευτεί πολλές γυναίκες και έχει γνωρίσει ακόμη περισσότερες.
    Κέζα Λώρη, Ενας αξιαγάπητος ήρωας Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
  2. αυτός που αγαπιέται εύκολα
     συνώνυμα: αξιαγάπητος, συμπαθητικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαπησιάρηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)