Δείτε επίσης: ἐρωτύλος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερωτύλος οι ερωτύλοι
      γενική του ερωτύλου των ερωτύλων
    αιτιατική τον ερωτύλο τους ερωτύλους
     κλητική ερωτύλε ερωτύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ερωτύλος αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. >s.v.- έρωτας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.