dragueur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dragueur | dragueurs |
dragueur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dragueur | dragueurs |
θηλυκό | dragueuse | dragueuses |
dragueur (fr)
ενικός | πληθυντικός |
dragueur | dragueurs |
dragueur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dragueur | dragueurs |
θηλυκό | dragueuse | dragueuses |
dragueur (fr)