Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dragueur dragueurs

dragueur (fr) αρσενικό

  1. το πλοίο βυθοκόρος, φαγάνα
  2. ναύτης μιας βυθοκόρου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dragueur dragueurs
θηλυκό dragueuse dragueuses

dragueur (fr)