καμάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμάκι | τα | καμάκια |
γενική | του | καμακιού | των | καμακιών |
αιτιατική | το | καμάκι | τα | καμάκια |
κλητική | καμάκι | καμάκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμάκι < αρχαία ελληνική κάμαξ
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καμάκι ουδέτερο
- εργαλείο για ψάρεμα, παρόμοιο με ακόντιο που έχει επιπρόσθετα τουλάχιστον μια πλάγια προεξοχή ώστε να αγκιστρώνεται στο ψάρι
- πολλοί πιστεύουν ότι βρέθηκε το πλοίο και τα καμάκια που χρησιμοποιούσε ο Αχαάβ στο κυνήγι του Μόμπι Ντικ
- η τρίαινα είναι είδος καμακιού
- (μεταφορικά) η επίμονη προσπάθεια για σύναψη ερωτικής σχέσης
- (μεταφορικά) (συνεκδοχικά) αυτός που προσπαθεί επίμονα να έχει ερωτικές σχέσεις