Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέφτουλας οι πέφτουλες
      γενική του πέφτουλα των πέφτουλων
    αιτιατική τον πέφτουλα τους πέφτουλες
     κλητική πέφτουλα πέφτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέφτουλας < πέφτ(ω) + -ουλας, από την έκφραση την πέφτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέφτουλας αρσενικό

  • (προφορικό, μειωτικό) που συστηματικά την πέφτει σε γυναίκες, που συστηματικά προσπαθεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις
    ※  Υπό ποίες συνθήκες δύναται να χαρακτηριστεί πέφτουλας; ... Σε πόσες την πέφτεις. Ένα παλιό καμάκι είχε την εξής τακτική. Την έπεφτε σε 10 κάθε βράδυ και στατιστικά και μόνο κάποια του καθόταν. Βέβαια αυτή η τολμηρή τακτική έχει ένα ψεγάδι. Άμα σε μυριστούν τα λαγωνικά έχεις λάβει άμεσα την ταμπέλα του πέφτουλα αλλά πιθανώς και του σαβουρόγαμη. Καθώς δεν είναι δυνατόν και οι 10 στόχοι να είναι ωραίες.
    Σπύρος Τσιώτσης, «5 λόγοι που σε θεωρούν πέφτουλα» , Simply Man.gr· πρόσβαση: 2022-07-30.
    ※  Είχαμε και μια ελπίδα να γνωρίσουμε [στις διακοπές] και καμιά τουριστριούλα, αλλά τελικά δεν καταφέραμε και πολλά. Εγώ δηλαδή, γιατί ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε.
    Γιάννης Παππάς, «Δροσερά καλοκαίρια, μιας δροσερής εποχής», avgi.gr (28 Αυγούστου 2017)· πρόσβαση: 2022-07-30.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία