φλερτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φλερτ ουδέτερο άκλιτο
- η ερωτική προσέγγιση, το φλερτάρισμα, η ερωτοτροπία, το κόρτε
- το άτομο με το οποίο έχω αρχίσει και συνδέομαι ερωτικά