ακόντιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακόντιο | τα | ακόντια |
γενική | του | ακοντίου & ακόντιου |
των | ακοντίων & ακόντιων |
αιτιατική | το | ακόντιο | τα | ακόντια |
κλητική | ακόντιο | ακόντια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψαράς στηρίζεται στο ακόντιό του
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακόντιο < αρχαίο ἀκόντιον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακόντιο ουδέτερο
- όπλο που αποτελείται από μακρύ ξύλινο κοντάρι, με μεταλλική συνήθως αιχμή, και εκτοξεύεται με το χέρι και χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι ή στον πόλεμο (οπότε λεγόταν δόρυ)
- (αθλητισμός) ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται στον ακοντισμό
- (συνεκδοχικά) ο ακοντισμός
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακόντιο
|
|