ακόντιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακόντιο | τα | ακόντια |
γενική | του | ακόντιου & ακοντίου |
των | ακόντιων & ακοντίων |
αιτιατική | το | ακόντιο | τα | ακόντια |
κλητική | ακόντιο | ακόντια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακόντιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόντιον
- (τοπογραφικό όργανο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική piquet[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈkon.dio/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐ντιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακόντιο ουδέτερο
- όπλο που αποτελείται από μακρύ ξύλινο κοντάρι, με μεταλλική συνήθως αιχμή, και εκτοξεύεται με το χέρι και χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι ή στον πόλεμο (οπότε λεγόταν δόρυ)
- (αθλητισμός) ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται στον ακοντισμό
- (συνεκδοχικά) ο ακοντισμός
- ξύλινο κοντάρι μικρού μεγέθους το οποίο χρησιμοποιείται ως όργανο για τοπογραφικές μετρήσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακόντιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακόντιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας