Ετυμολογία

επεξεργασία
javelot < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
javelot javelots

javelot (fr) αρσενικό

  1. το ακόντιο, το δόρυ
  2. lancer de javelot - ακοντισμός
  3. lanceur de javelot - ακοντιστής