ἀκόντιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀκόντιον | τὰ | ἀκόντιᾰ |
γενική | τοῦ | ἀκοντίου | τῶν | ἀκοντίων |
δοτική | τῷ | ἀκοντίῳ | τοῖς | ἀκοντίοις |
αιτιατική | τὸ | ἀκόντιον | τὰ | ἀκόντιᾰ |
κλητική ὦ! | ἀκόντιον | ἀκόντιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκοντίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκοντίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀκόντιον < υποκοριστικό του ἄκων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀκόντιον, -ου ουδέτερο
- ακόντιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 7 (Πολύμνια), 71.1
- Λίβυες δὲ σκευὴν μὲν σκυτίνην ἤισαν ἔχοντες, ἀκοντίοισι δὲ ἐπικαύτοισι χρεώμενοι.
- Οι Λίβυες πάλι βάδιζαν ντυμένοι με φορεσιές από προβιές κι οπλισμένοι με ακόντια που η αιχμή τους σκληρύνθηκε στη φωτιά.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Λίβυες δὲ σκευὴν μὲν σκυτίνην ἤισαν ἔχοντες, ἀκοντίοισι δὲ ἐπικαύτοισι χρεώμενοι.
- 4 (Μελπομένη), 70.1
- Ὅρκια δὲ ποιεῦνται Σκύθαι ὧδε πρὸς τοὺς ἂν ποιέωνται· ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες αἷμα συμμίσγουσι τῶν τὸ ὅρκιον ταμνομένων, τύψαντες ὑπέατι ἢ ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος καὶ ἔπειτα ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν καὶ ἀκόντιον·
- Όταν είναι να δώσουν επίσημο όρκο σε κάποιον οι Σκύθες, νά πώς κάνουν: μέσα σε μεγάλο πήλινο κρασοπότηρο χύνουν κρασί και αίμα εκείνων που δένονται με όρκο και τ᾽ ανακατεύουν· το αίμα το παίρνουν τρυπώντας με ξόβεργα ή χαράζοντας με μαχαίρι κάτι λίγο απ᾽ το σώμα τους, κι έπειτα βουτούν στο κρασοπότηρο ακινάκη και βέλη και σάγαρη και ακόντιο·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ὅρκια δὲ ποιεῦνται Σκύθαι ὧδε πρὸς τοὺς ἂν ποιέωνται· ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες αἷμα συμμίσγουσι τῶν τὸ ὅρκιον ταμνομένων, τύψαντες ὑπέατι ἢ ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος καὶ ἔπειτα ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν καὶ ἀκόντιον·
- 7 (Πολύμνια), 71.1
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 65.2
- καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθὺς αὐτοῖς ἐπῇσαν· καὶ μέχρι μὲν λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς ἐχώρησαν,
- Οι Λακεδαιμόνιοι προχώρησαν αμέσως κατά πάνω τους κι έφτασαν σε απόσταση βολής ακοντίου ή πέτρας,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθὺς αὐτοῖς ἐπῇσαν· καὶ μέχρι μὲν λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς ἐχώρησαν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- (στον πληθυντικό) η τέχνη του ακοντισμού
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 7, 794c (794c-794d) @scaife.perseus
- πρὸς δὲ τὰ μαθήματα τρέπεσθαι χρεὼν ἑκατέρους, τοὺς μὲν ἄρρενας ἐφʼ ἵππων διδασκάλους καὶ τόξων καὶ ἀκοντίων καὶ σφενδονήσεως, ἐὰν δέ πῃ συγχωρῶσιν, μέχρι γε μαθήσεως καὶ τὰ θήλεα, καὶ δὴ τά γε μάλιστα πρὸς τὴν τῶν ὅπλων χρείαν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱππαρχικός, 1.25 @scaife.perseus
- ἰσχυροτάτη δέ μοι δοκεῖ εἶναι παρόρμησις τῶν φυλάρχων εἰς τὸ φιλοτιμεῖσθαι αὐτοὺς καλῶς παρεσκευασμένης ἕκαστον τῆς φυλῆς ἡγεῖσθαι, εἰ τοὺς ἀμφὶ σὲ προδρόμους κοσμήσαις μὲν ὅπλοις ὡς κάλλιστα, ἀκοντίζειν δὲ μελετᾶν ἐξαναγκάσαις ὡς μάλιστα, ἡγοῖο δὲ αὐτοῖς ἐπὶ τὸ ἀκόντιον αὐτὸς εὖ μάλα μεμελετηκώς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 7, 794c (794c-794d) @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκόντιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκόντιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.