ἀκοντισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκοντισμός | οἱ | ἀκοντισμοί |
γενική | τοῦ | ἀκοντισμοῦ | τῶν | ἀκοντισμῶν |
δοτική | τῷ | ἀκοντισμῷ | τοῖς | ἀκοντισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀκοντισμόν | τοὺς | ἀκοντισμούς |
κλητική ὦ! | ἀκοντισμέ | ἀκοντισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκοντισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκοντισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀκοντισμός, -οῦ αρσενικό
- ρίξιμο ακοντίου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 2, p.420, @scaife.perseus
- ἄλλο μὲν γὰρ σχῆμα ἐν ἀκοντισμῷ κατὰ φύσιν, ἄλλο δὲ ἐν σφενδονήσει, ἄλλο δὲ ἐν λιθοβολίῃσιν, ἄλλο ἐν πυγμῇ, ἄλλο ἐν τῷ ἐλινύειν. ὁκόσας δʼ ἄν τις τέχνας εὕροι, ἐννοέοι οὐ τὸ αὐτὸ σχῆμα τῶν χειρέων κατὰ φύσιν εἶναι ἐν ἑκάστῃ τῶν τεχνέων·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱππαρχικός, 3.6 @scaife.perseus
- ὅταν γε μὴν πρὸ τοῦ ἀκοντισμοῦ διελαύνωσιν ἐν Λυκείῳ, καλὸν ἑκατέρας τὰς πέντε φυλὰς ἐπὶ τοῦ μετώπου ἐλαύνειν, ὥσπερ εἰς μάχην ἡγουμένου τοῦ ἱππάρχου καὶ τῶν φυλάρχων ἐν τοιαύτῃ τάξει ἀφʼ ἧς πληρώσεται τοῦ δρόμου τὸ πλάτος.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 3, 15.2
- οὔτε ἀκοντισμῷ ἔτι οὔτ᾽ ἐξελιγμοῖς τῶν ἵππων, ἥπερ ἱππομαχίας δίκη, ἐχρῶντο, ἀλλὰ διεκπαῖσαι πᾶς τις τὸ καθ᾽ αὑτόν, ὡς μόνην ταύτην σωτηρίαν σφίσιν οὖσαν, ἐπειγόμενοι ἔκοπτόν τε καὶ ἐκόπτοντο ἀφειδῶς, οἷα δὴ οὐχ ὑπὲρ νίκης ἀλλοτρίας ἔτι, ἀλλ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας οἰκείας ἀγωνιζόμενοι.
- δεν έριχναν πια ακόντια ούτε εφάρμοζαν τις περιστροφικές κινήσεις του ιππικού, όπως στις ιππομαχίες, αλλά βιαστικοί να διαφύγουν ο καθένας μόνος του σαν να ήταν αυτή η μοναδική σωτηρία τους, συνέχιζαν αλύπητα να σφάζουν και να σφάζονται, γιατί δεν αγωνίζονταν πια για ξένη νίκη, αλλά για τη δική τους σωτηρία.
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- οὔτε ἀκοντισμῷ ἔτι οὔτ᾽ ἐξελιγμοῖς τῶν ἵππων, ἥπερ ἱππομαχίας δίκη, ἐχρῶντο, ἀλλὰ διεκπαῖσαι πᾶς τις τὸ καθ᾽ αὑτόν, ὡς μόνην ταύτην σωτηρίαν σφίσιν οὖσαν, ἐπειγόμενοι ἔκοπτόν τε καὶ ἐκόπτοντο ἀφειδῶς, οἷα δὴ οὐχ ὑπὲρ νίκης ἀλλοτρίας ἔτι, ἀλλ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας οἰκείας ἀγωνιζόμενοι.
- ≈ συνώνυμα: ἀκόντισις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 2, p.420, @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , στον πληθυντικό, για αστέρια) πεφταστέρια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀκόντιον
Πηγές
επεξεργασία- ἀκοντισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκοντισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.