Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀκοντίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀκοντίζω
<
υποκοριστικό
του
ἄκων
(γενική:
ἄκοντος
) +
-ίζω
<
ἀκή
Ρήμα
επεξεργασία
ἀκοντίζω
(μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
ρίχνω
ακόντιο
εκσφενδονίζω
,
πετώ
κάτι