Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκσφενδονίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκσφενδονίζω < ελληνιστική κοινή ἐκσφενδον(άω) / ἐκσφενδον(ῶ) + -ίζω[1] < ἐκ + αρχαία ελληνική σφενδονάω / σφενδονῶ < σφενδόνη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.sfen.ðoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐σφεν‐δο‐νί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκσφενδονίζω, αόρ.: εκσφενδόνισα, παθ.φωνή: εκσφενδονίζομαι, π.αόρ.: εκσφενδονίστηκα, μτχ.π.π.: εκσφενδονισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σφεντόνα και σφενδόνη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία