Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.sfen.ðoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκσφενδονίζω

εκσφενδονίζω, αόρ.: εκσφενδόνισα, παθ.φωνή: εκσφενδονίζομαι, π.αόρ.: εκσφενδονίστηκα, μτχ.π.π.: εκσφενδονισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία