Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sling slings

sling (en)

  1. σφεντόνα
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) χτύπημα όπως από σφεντόνα
    ※  To be, or not to be, that is the question:
    Whether 'tis nobler in the mind to suffer
    The slings and arrows of outrageous fortune,
    Or to take arms against a sea of troubles,
    And by opposing, end them.
    Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία:
    Μην είν' πιο τιμημένο στο νου σου να υποφέρεις
    χτυπήματα, τοξεύματα της φοβερής της μοίρας,
    Ή όπλα σηκώνοντας κόντρα σε θάλασσα κατατρεγμών,
    αντιπαλεύοντας, να τους τελειώσεις.
    William Shakespeare (Σαίξπηρ), Hamlet (Άμλετ), 1600, πράξη 3η, σκηνή 1η. Απόδοση: το Βικιλεξικό.
  3. επίδεσμος που περνιέται από το λαιμό και υποστηρίζει το χέρι
  4. θηλιά από σχοινί ή αλυσίδα με γάντζους που περνιέται γύρω από ένα βαρέλι κατά τη μεταφορά του με ανυψωτικό μηχάνημα
  5. μάρσιπος για μεταφορά μωρού, που επιτρέπει στο παιδί να αγκαλιάζει τη μητέρα του, όπως θα το έκανε αν αυτή το κρατούσε στην αγκαλιά της με τα χέρια
  6. αορτήρας, λουρί για την ανάρτηση όπλου στο σώμα
ενεστώτας sling
γ΄ ενικό ενεστώτα slings
αόριστος slung, slang
παθητική μετοχή slung
ενεργητική μετοχή slinging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sling (en)

  1. (ανεπίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ρίχνω, εκσφενδονίζω, πετάω κάτι απρόσεκτα
    ⮡  I sling a stone at someone with a sling.
    Ρίχνω μια πέτρα σε κάποιον με σφεντόνα.
    ⮡  He slung stones at the street lamps.
    Πετούσε πέτρες στα φανάρια των δρόμων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  2. (συχνά στην παθητική φωνή) ρίχνω, βάζω κάτι κάπου όπου κρέμεται χαλαρά
    ⮡  He slung his coat over his shoulder.
    Έριξε το παλτό του πάνω στον ώμο του.