Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επίδεσμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπίδεσμος
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επίδεσμ
ος
οι
επίδεσμ
οι
γενική
του
επιδέσμ
ου
&
επίδεσμ
ου
των
επιδέσμ
ων
αιτιατική
τον
επίδεσμ
ο
τους
επιδέσμ
ους
κλητική
επίδεσμ
ε
επίδεσμ
οι
όπως «
όροφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
επίδεσμος
<
αρχαία ελληνική
ἐπίδεσμος
<
ἐπιδέω
. Συγχρονικά αναλύεται σε
επί-
+
δεσμός
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
επίδεσμος
αρσενικό
(
ιατρική
)
ταινία
από ύφασμα, διαφόρων μορφών, για την
επίδεση
τραυμάτων
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
επιδένω
επίδεση
→
και
δείτε
τις λέξεις
δεσμός
και
δένω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
επίδεσμος
αγγλικά
:
bandage
(en)
,
dressing
(en)
γαλλικά
:
pansement
(fr)
,
bande
(fr)
,
bandage
(fr)
,
garrot
(fr)
ισπανικά
:
vendaje
(es)
,
venda
(es)